ψάθωμα — ώματος, το, Ν [ψαθώνω] 1. κάλυψη με ψάθα 2. κάθε κατασκεύασμα που μοιάζει με ψάθα … Dictionary of Greek
ψάθωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ψαθώνω, κάλυψη με ψάθα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)